Δικαιοσύνη

Γενικές κατευθύνσεις

Ο δομικός ανασχεδιασμός και ο εκσυγχρονισμός του συστήματος απονομής δικαιοσύνης αποτελούν ύψιστη προτεραιότητα.

Η μεταρρύθμιση της δικαιοσύνης θα πρέπει να βασίζεται σε τρεις βασικούς άξονες, που θα εστιάζουν στα μέσα, στην ποιότητα, την αποτελεσματικότητα και την ταχύτητα του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, παράλληλα με την αναγκαία διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των προνοιών του Συντάγματος.

Δυστυχώς, η Κύπρος καταλαμβάνει την τελευταία θέση στην Ε.Ε. αναφορικά με τον χρόνο διεκπεραίωσης υποθέσεων ενώπιον της δικαιοσύνης. Η τεράστια καθυστέρηση στην εκδίκαση των υποθέσεων ισοδυναμεί ουσιαστικά με άρνηση δικαιοσύνης, κλονίζοντας την εμπιστοσύνη του πολίτη προς τους θεσμούς και δημιουργώντας σωρεία πρακτικών προβλημάτων.

Η «πληγή» των καθυστερημένων υποθέσεων αποτελεί πλέον ένα δομικό πρόβλημα που χρειάζεται αποφασιστική και άμεση αντιμετώπιση τόσο σε θεσμικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Πέρα από την άμεση αντιμετώπιση των φλεγόντων ζητημάτων (backlog), είναι αναγκαίος ο σχεδιασμός μιας οριζόντιας και ολοκληρωμένης εκσυγχρονιστικής πολιτικής μέσω δομημένων δράσεων και μέτρων, με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, ώστε να δημιουργηθούν υγιή και στιβαρά θεμέλια για ένα ευέλικτο, αποτελεσματικό και σύγχρονο σύστημα απονομής δικαιοσύνης.

Το όλο μεταρρυθμιστικό εγχείρημα απαιτεί μια σειρά από γενναία διαρθρωτικά μέτρα που προϋποθέτουν τη σημαντική οικονομική ενίσχυση του τομέα της δικαιοσύνης. Πρέπει να σημειωθεί ότι, αναφορικά με τους οικονομικούς πόρους που παρέχονται για τη δικαιοσύνη, η Κύπρος είναι και πάλι ουραγός, δυστυχώς, αφού η Κυπριακή Δημοκρατία καταβάλλει το χαμηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε. ανά κάτοικο για τη λειτουργία των δικαστηρίων. Στο πλαίσιο αυτό, είναι αναγκαία η σημαντική αύξηση κονδυλίων για τον εκσυγχρονισμό του δικαστικού συστήματος, στοιχείο που δεν θα πρέπει να θεωρείται πολυτέλεια, αλλά εκ των ων ουκ άνευ για την ποιότητα της δημοκρατίας μας. Αυτό προϋποθέτει:

  1. Την άμεση ενίσχυση του αριθμού των δικαστών που ασχολούνται με τις λεγόμενες «καθυστερημένες υποθέσεις» και τον διαχωρισμό των εκκρεμών υποθέσεων βάσει της εξειδίκευσης των δικαστών.
  2. Την αύξηση του αριθμού των δικαστών γενικότερα, με στόχο να αντιμετωπιστεί καίρια η υποστελέχωση των δικαστηρίων. (Είναι λυπηρό ότι η Κύπρος καταλαμβάνει μία από τις τελευταίες θέσεις και ως προς τον αριθμό δικαστών ανά 100.000 κατοίκους.)
  3. Την ταχεία αντιμετώπιση των ελλείψεων και των σοβαρών ανεπαρκειών στις κτιριακές εγκαταστάσεις των δικαστηρίων.
  4. Τη δημιουργία σύγχρονης και κατάλληλης διοικητικής υποδομής για την υποβοήθηση του έργου των δικαστηρίων.
  5. Την αύξηση αριθμού των νομικών συμβούλων που συνδράμουν τους δικαστές.

Παράλληλα, θα πρέπει να ενισχυθούν περαιτέρω οι δράσεις που αποσκοπούν στη μείωση του αριθμού των αγωγών οι οποίες καταχωρίζονται στα αστικά δικαστήρια, ώστε οι διάδικοι να ενθαρρύνονται να χρησιμοποιούν εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης διαφορών (π.χ. διαιτησία, διαμεσολάβηση κ.ά.).

Επίσης, είναι απαραίτητη η συνεχής αξιολόγηση των υπαρχουσών δομών, όπως η επαναξιολόγηση της λειτουργικότητας των δικαστηρίων ειδικής δικαιοδοσίας.

Κρίσιμη είναι, ασφαλώς, η αλλαγή φιλοσοφίας και νοοτροπίας, με έμφαση στην εκτενή χρήση ηλεκτρονικών εργαλείων και στην εντατικοποίηση και τη θεσμική κατοχύρωση της επιμόρφωσης και της εξειδίκευσης των δικαστών.

Η εξειδίκευση και η μέγιστη αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών αποτελούν παράγοντες κομβικής σημασίας για ένα σύγχρονο και αποτελεσματικό σύστημα δικαιοσύνης. Ως εκ τούτου, κρίνεται απαραίτητη η άμεση αντιμετώπιση όλων των αδυναμιών και των τεχνικών δυσχερειών του iJustice, με στόχο την όσο το δυνατόν ταχύτερη λειτουργία ασφαλών και φιλικών προς τον χρήστη ηλεκτρονικών εργαλείων δικαιοσύνης. Είναι δεδομένο ότι ο σχεδιασμός και η εφαρμογή των συστημάτων ηλεκτρονικής δικαιοσύνης πρέπει να διασφαλίζουν τον σεβασμό των προσωπικών δεδομένων, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων των διαδίκων.

Η δημιουργία περισσότερων εξειδικευμένων δικαστηρίων και η συνεχής, διά βίου επιμόρφωση και εξειδίκευση των δικαστών θα συμβάλλουν τόσο στην ποιότητα όσο και στην ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης.

Η ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

Υφιστάμενη κατάσταση και προκλήσεις

Η διαδικασία δικαστηριακής μεταρρύθμισης βρίσκεται σε εξέλιξη και αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στην επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης, αλλά και στη βελτίωση της λειτουργικότητας των δικαστηρίων. Η σύσταση συνταγματικού δικαστηρίου και η αριθμητική διεύρυνση στη σύνθεση του εφετείου είναι κάποια από τα χαρακτηριστικά της προσέγγισης μεταρρύθμισης, όπως επίσης και η σημαντική αύξηση του αριθμού των δικαστών συνολικά. Ανεξαρτήτως των όσων θετικών ή αρνητικών εντοπίζονται στην υπό συζήτηση μεταρρύθμιση, είναι κρίσιμο να αναγνωριστεί ότι η οριζόντια αύξηση του αριθμού των δικαστών θεωρείται μέρος της λύσης. Ζητούμενα όμως παραμένουν ο τρόπος και ο χρόνος επιλογής των δικαστών.

Αφετηρία παραμένει το Σύνταγμα και οι περιορισμοί που θέτει ως προς το παραπάνω ζήτημα. Συγκεκριμένες συνταγματικές διατάξεις (αρ. 133 & 153) επέβαλλαν όπως οι διορισμοί των δικαστών στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και στο τότε Ανώτατο Δικαστήριο γίνονται με συναπόφαση, αν και με μια συγκεκριμένη εξαίρεση, του Προέδρου και του Αντιπρόεδρου, με συμμετοχή ως προέδρου αλλοδαπών δικαστών κ.ο.κ. Στις διατάξεις υπήρχε ασφαλιστική δικλίδα ως προς τoν έλεγχο των δικαστών των δύο δικαστηρίων στη βάση σύνθεσης διαφορετικών συμβουλίων, τα οποία δεν απαρτίζονταν από δικαστές που υπηρετούσαν στο ίδιο δικαστήριο (αρ. 133 [8] & 153 [8]). Τέλος, το αρ. 157 εγκαθίδρυε Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, που αποτελούνταν από το τότε Ανώτατο Δικαστήριο, επιφορτισμένο με την αποκλειστική αρμοδιότητα για διορισμούς, προαγωγές, μεταθέσεις, τερματισμό της υπηρεσίας και απόλυσης των δικαστών, ως και για πειθαρχική εξουσία επί τούτων. Συνεπώς, η διαδικασία διορισμού των δικαστών των δύο ανώτερων δικαστηρίων ήταν πράξη πολιτικής φύσεως και σε επίπεδο εκτελεστικής εξουσίας (Προέδρου και Αντιπροέδρου), ένεκα του πολιτεύματος, ενώ ο διορισμός των λοιπών δικαστών αποτελούσε εσωτερικό ζήτημα της δικαστικής εξουσίας και δη, στην ουσία, του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Μέρος των διατάξεων αυτών κατατάσσεται στις θεμελιώδεις πρόνοιες και συνεπώς δεν τροποποιούνται (133 [1], 153 [1], 157 [1-2]). Φυσικά, μεσολαβεί το δίκαιο της ανάγκης, στη βάση του οποίου ιδρύεται το νυν Ανώτατο Δικαστήριο, στο οποίο και συγχωνεύονται όλες οι αρμοδιότητες των δύο δικαστηρίων, και μάλιστα με διαφορετική σύνθεση από τη συνταγματικά προβλεπόμενη, ενώ ο διορισμός τους πλέον αποτελεί πράξη κυβερνητικής φύσεως (του Προέδρου), τουτέστιν μη δικαστικά ελεγχόμενη. Στην ουσία, όμως, οι ασφαλιστικές δικλίδες της δικοινοτικής αρχής, των αλλοδαπών δικαστών και της διαφορετικής σύνθεσης των δύο συμβουλίων ελέγχου έπαψαν να υφίστανται. Πολλές προτάσεις θα μπορούσαν να γίνουν περί εκλογής δικαστών, εισήγησης από διαφορετικές εξουσίες, μεικτά συστήματα, διαφορετικές περιόδους διορισμού ίσης διάρκειας κ.ο.κ., όμως θα απαιτούσαν ριζικές συνταγματικές αλλαγές. Τα παρακάτω έχουν ως θεμέλιο το Σύνταγμα και, συνεπώς, τη δυνατότητα άμεσης εφαρμογής και υλοποίησης.

Αξίζει να επισημανθεί ότι ο διορισμός των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου μετά το 1964 δεν είναι πράξη προαγωγής των δικαστών, αλλά αποκλειστικό συνταγματικό προνόμιο του Προέδρου. Αυτό όμως ουσιαστικά δεν ισχύει, εφόσον άτυπα η διαδικασία διορισμού έχει εκχωρηθεί εν τοις πράγμασι στο ίδιο το δικαστήριο. Σε αυτό ακριβώς το σημείο εντοπίζεται και το κρίσιμο περιθώριο για μεταρρυθμίσεις ως προς τη διαδικασία διορισμού των δικαστών ανώτατης βαθμίδας, χωρίς να μεταβάλλεται η συνταγματική διάταξη, δηλαδή χωρίς τροποποίηση.

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Αντί της πρακτικής που εφαρμόζεται ήδη, βάσει της οποίας το Ανώτατο Δικαστήριο έχει καθοριστικό ρόλο στην καθοδήγηση του Προέδρου της Δημοκρατίας για τον διορισμό των μελών του, μπορεί να υιοθετηθεί μια διαδικασία η οποία θα στηρίζεται στη διαφάνεια, θα είναι αξιοκρατική και εναρμονισμένη με τη λειτουργία ενός σύγχρονου κράτους με ανεξάρτητη δικαιοσύνη.

Για παράδειγμα, μπορεί να θεσπιστεί μια συμβουλευτική επιτροπή που θα απαρτίζεται από Κύπριους πρώην δικαστές και από δικαστές που υπηρέτησαν σε υπερεθνικά δικαιοδοτικά σώματα (ΔΕΕ, ΕΔΑΔ) και που θα καλείται να εξετάσει τις αιτήσεις των ενδιαφερομένων κατόπιν ανοιχτής προκήρυξης. Η συμβουλευτική επιτροπή θα διεξάγει συνεντεύξεις και θα προβαίνει σε εισηγήσεις στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, οι οποίες, φυσικά, δεν θα είναι δεσμευτικές. Παρόμοια διαδικασία, με απαραίτητες διαφοροποιήσεις, ακολουθείται για διορισμούς στο ΔΕΕ και στο ΕΔΑΔ.

Ομοίως, και παράλληλα, η διαδικασία θα μπορεί να διεξάγεται συμπληρωματικά ενώπιον των μελών του δικαστηρίου στο οποίο υπάρχει η κενή θέση προς πλήρωση ή σε ειδικό σώμα που θα απαρτίζεται από δικαστές των δύο ανωτάτων δικαστηρίων (σύμφωνα με την υπό συζήτηση μεταρρύθμιση), με εισήγηση επίσης προς τον Πρόεδρο.

Η τελική απόφαση παραμένει αποκλειστικό προνόμιο του Προέδρου, ως το Σύνταγμά μας καταρχήν επιβάλλει, με τη διαφορά ότι τώρα θα υπάρχουν δύο εισηγήσεις ενώπιόν του κατόπιν ανοιχτής διαδικασίας και ουσιαστικού ελέγχου των υποψηφίων. Εάν ο Πρόεδρος επιθυμεί να αγνοήσει όλες τις εισηγήσεις, τυπικά μπορεί, εφόσον το Σύνταγμα είναι ξεκάθαρο επί του ζητήματος, και αυτό ισχύει και σήμερα, όμως πλέον θα μπορεί να ελεγχθεί πολιτικά. Δεν χωρεί επίσης κανένα επιχείρημα περί παρέμβασης, διότι η διαδικασία είναι συμβουλευτική, συμμετέχει η δικαστική εξουσία και δεν προνοείται από το Σύνταγμα η πρακτική που ακολουθείται και η οποία παραπέμπει σε οιονεί δεσμευτική εισήγηση προς τον Πρόεδρο.

Ως προς το ζήτημα του διορισμού των λοιπών δικαστών, δηλαδή πέραν των δύο ανώτερων δικαστηρίων, η διαδικασία θα παραμείνει εσωτερικό θέμα της δικαστικής εξουσίας, όπως προνοεί και το Σύνταγμα. Η διαδικασία όμως θα είναι διαφανής, με προκήρυξη, εξετάσεις και συνέντευξη από ειδική συμβουλευτική επιτροπή στην οποία θα συμμετέχουν πρώην δικαστές, δικαστές που υπηρέτησαν σε υπερεθνικά δικαιοδοτικά σώματα (ΔΕΕ, ΕΔΑΔ), ο Γενικός Εισαγγελέας, εκπρόσωποι του νομικού επαγγέλματος και ενεργοί δικαστές (πρωτοβάθμιας δικαιοδοσίας). Οι εισηγήσεις δεν θα είναι δεσμευτικές και η αποφασιστική αρμοδιότητα θα παραμένει στο Δικαστικό Συμβούλιο, ως ορίζει το Σύνταγμα.

Ο πειθαρχικός έλεγχος, περιλαμβανομένης της παύσης, με τη σύσταση τρίτου βαθμού δικαιοδοσίας, μπορεί να επανέλθει στο Σύνταγμα χωρίς να απαιτείται καμία διεύρυνση ή μεταβολή. Δηλαδή Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, σύμφωνα με το αρ. 157, για διορισμούς, προαγωγές, μεταθέσεις, πειθαρχικό έλεγχο των δικαστών των κατώτερων βαθμίδων, ειδικό συμβούλιο για έλεγχο των δικαστών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου (133 [8]) και ειδικό συμβούλιο για έλεγχο των δικαστών του Ανωτάτου (αρ. 153 [8]).

Τέλος, κρίνεται επιβεβλημένη η ενίσχυση της δικαστικής εξουσίας με μέτρα πρακτικής σημασίας, όπως για παράδειγμα η δημιουργία chambers (law clerk / référendaire) για τα ανώτατα δικαστήρια, με εξουσία διορισμού και παύσης των βοηθών από τον εκάστοτε δικαστή, πρακτική που ακολουθείται στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, το ΔΕΕ, το Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου κ.ά.

X