Του Χαρίδημου Τσούκα*
Αναδημοσίευση από την “Παιδείαnews”
Στις αρχές του Οκτώβρη είχα την τιμή να συμμετάσχω, με πρόσκληση της προέδρου της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Βουλής κ. Ειρήνης Χαραλαμπίδου, σε συνεδρίαση της επιτροπής για την προστασία της ελεύθερης έκφρασης. Η αφορμή ήταν τα επίμαχα έργα ζωγραφικής του κ. Γιώργου Γαβριήλ. (Απαραίτητη διευκρίνηση: εκτιμώ την κ. Χαραλαμπίδου χωρίς να έχω σχέση με το κόμμα της, όπως και με κανένα άλλο κόμμα). Ήταν μια χρήσιμη εμπειρία. Μου δόθηκε η δυνατότητα να καταλάβω καλύτερα το σκεπτικό της πλευράς με την οποία διαφωνώ – αυτών που έθεσαν τον κ. Γαβριήλ σε πειθαρχική δίωξη.
Ο Διευθυντής Μέσης Εκπαίδευσης κ. Λούης Κυπριανός χαρακτήρισε την ιδιότητα του κ. Γαβριήλ «δισυπόστατη» – και καλλιτέχνης και δημόσιος λειτουργός (διευθυντής δημόσιου σχολείου). Από τη δισυπόστατη ιδιότητα προκύπτει η σύγκρουση της ελευθερίας της έκφρασης ενός καλλιτέχνη με τους θεσμικούς περιορισμούς που επιβάλλει ο ρόλος ενός διευθυντή σχολείου. Η δεύτερη «υπόσταση» (οι περιορισμοί) υπερτερεί της πρώτης (ελευθερία έκφρασης), είπε. Το σκεπτικό αυτό εξήγησε περαιτέρω ο Υπουργός Παιδείας κ. Πρόδρομος Προδρόμου. Όταν ελεύθερα επιλέγεις να αναλάβεις μια δημόσια θέση ευθύνης, όπως αυτή του διευθυντή δημόσιου σχολείου, τόνισε ο Υπουργός, οφείλεις πρωτίστως να εφαρμόζεις το σχέδιο υπηρεσίας, ακόμη και σε βάρος της καλλιτεχνικής σου ελευθερίας. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορείς να «θίγεις» ή να «προσβάλλεις» πρόσωπα και θεσμούς (π.χ. Αρχιεπίσκοπος) με τα οποία καλείσαι καθηκόντως να συνεργαστείς. Τόσο ο Υπουργός όσο και ο Διευθυντής, αλλά και ο Πρόεδρος της Επιτροπής Παιδείας κ. Παύλος Μυλωνάς, εξέφρασαν τη λογική του homo bureaucraticus: είναι ευθύνη του διευθυντή σχολείου να διαφυλάττει την ευρυθμία του σχολείου, η οποία υπονομεύεται όταν ο διευθυντής εκφράζεται με καλλιτεχνικά επίμαχο τρόπο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ουδείς βουλευτής ή κρατικός αξιωματούχος αμφισβήτησε, κατ’ αρχήν, τη δυνατότητα ενός καλλιτέχνη να εκφράζεται ελεύθερα. Αυτή η κοινή παραδοχή μάς δίνει τη δυνατότητα να συζητήσουμε παραγωγικά.
Όντως, το «δισυπόστατο» του κ. Γαβριήλ προβληματίζει – μας καλεί να σκεφτούμε πώς συμπλέκεται η ελευθερία έκφρασης με θεσμικούς περιορισμούς. Για τον homo bureaucraticus, ο ρόλος θεωρείται δεδομένος – ένα καλούπι στο οποίο ο δημόσιος λειτουργός οφείλει να μπει.
Πρόκειται για μια μηχανιστική αντίληψη, η οποία παραγνωρίζει την ιστορικότητα – συνεπώς, την ευπλαστότητα – των ρόλων και θεσμών. Η κανονιστικότητα του ρόλου δεν είναι δεδομένη, απαιτεί ερμηνεία στα εκάστοτε συμφραζόμενα. Ότι δεν έχουμε πάντοτε επίγνωση της ερμηνείας που κάνουμε ως δρώντα άτομα, δεν σημαίνει ότι δεν υφίσταται. Δεν υπάρχει ένας τρόπος να λειτουργείς λ.χ. ως διευθυντής σχολείου. Στη φιλελεύθερη δημοκρατία, η συνείδηση του ατόμου αποκτά εξέχουσα σημασία και, συνεπώς, αναμένεται η μορφή του ρόλου να αποτυπώνει την ατομικότητα του φορέα του.
Το γνωρίζαμε αυτό ανέκαθεν. Ξέρουμε π.χ. πόσο σημαντική είναι η προσωπικότητα του δασκάλου στη μαθησιακή διδασκαλία. Ο κάθε δάσκαλος και η κάθε δασκάλα αφήνουν τη σφραγίδα τους στην τάξη ανάλογα με το πώς αντιλαμβάνονται το ρόλο τους – το πάθος τους, την ευρηματικότητά τους, την αφοσίωσή τους. Ο ρόλος έχει, βέβαια, ένα διακριτό περίγραμμα, αλλά έχει, επίσης, και μια ασαφή περιφέρεια, η οποία πλάθεται από τον κάτοχο του ρόλου. Αυτή η ευπλαστότητα ενδέχεται να διαταράξει την ευρυθμία που αναμένει ο homo bureaucraticus από το περίγραμμα του ρόλου. Σε μια ελεύθερη κοινωνία, αποδεχόμαστε την πιθανή «αρρυθμία» ως το τίμημα της ελευθερίας.
Ο καλλιτέχνης λ.χ. ενδέχεται να εκφραστεί με εκκεντρικό τρόπο και, συγχρόνως, να πρέπει να διεκπεραιώσει το περίγραμμα του ρόλου του. Μπορείς με το καλλιτεχνικό ή συγγραφικό σου έργο και να σατιρίζεις/στηλιτεύεις τον Αρχιεπίσκοπο ή τον Υπουργό Παιδείας και να συνεργάζεσαι με τις υπηρεσίες που αυτός εποπτεύει. Η φιλελεύθερη δημοκρατία έχει δημιουργήσει εκείνο τον αξιακό χώρο που θεωρεί ότι ο ρόλος πλάθεται, εν μέρει, από την ατομική συνείδηση του κατόχου του. Η «ανελεύθερη δημοκρατία» του Ερντογάν, του Όρμπαν ή του Πούτιν ή ένα ολοκληρωτικό καθεστώς τύπου Κίνας, δεν αναγνωρίζει αυτή τη δυνατότητα.
Γιατί πρέπει να μας ενδιαφέρει τόσο πολύ η ελευθερία της έκφρασης; Διότι, ως τέκνα του Σωκράτη, δεχόμαστε ότι ο «ὁ δὲ ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ». Αναπτυσσόμαστε, στο μέτρο που θέτουμε εαυτούς και αλλήλους στη βάσανο της εξέτασης. Η εξέταση, φυσικά, για να έχει νόημα, προϋποθέτει την ελευθερία, διαφορετικά πρόκειται για αυταπάτη. Ο Τζον Στιούαρτ Μιλ, ο φιλόσοφος της ελευθερίας, παρατηρεί ότι η συνήθεια και η συμβατικότητα μετατρέπουν τον χριστιανισμό (και κάθε «δόγμα») σε «νεκρή πεποίθηση». Το «δόγμα», τονίζει, αποκτά ζωτικότητα στο μέτρο που οι υποστηρικτές του είναι αναγκασμένοι να το υπερασπισθούν ενώπιον της κριτικής (ακόμη και προσβλητικής). Με την υπεράσπιση αυτή, η θρησκεία εισέρχεται εκ νέου στη φαντασία και τη συναισθηματική ζωή των ανθρώπων – το «δόγμα» επαναβιώνεται.
Αυτό κάνει εκκεντρικά ο «δισυπόστατος» κ. Γαβριήλ (πόσο καλά το κάνει είναι άλλης τάξεως θέμα). Αφενός, με το καλλιτεχνικό του έργο αναπλάθει το ρόλο του ως δημόσιος λειτουργός– κάτι που συνιστά ανάθεμα για τον homo bureaucraticus. Αφετέρου, μας προ(σ)καλεί να υποβάλλουμε τον εαυτό μας, όσοι είμαστε χριστιανοί, στη βάσανο της αυτο-εξέτασης: ο συγκεκριμένος άνθρωπος που φέρει το σχήμα του Αρχιεπισκόπου επιτελεί σωστά το ρόλο του; Τι πρέπει να περιλαμβάνει αυτός ο ρόλος; Αντιμετωπίζουμε χριστιανικά τους μετανάστες; Ο καλλιτέχνης μάς καλεί να αναστοχαστούμε τις αντιλήψεις μας και, αν διαθέτουμε διανοητική ικμάδα, να επανορίσουμε τις προσδοκίες μας.
Ως νεωτερικοί άνθρωποι, είμαστε πολυ-υπόστατες οντότητες. Οι εντάσεις που αναπόφευκτα βιώνουμε απαιτούν διαρκή διαχείριση, δηλαδή συνεχή αναδημιουργία. Η τέχνη, στην ελεύθερη κοινωνία, μας δίνει τη δυνατότητα να ανα-θεωρούμε τον εαυτό μας – να ζούμε ευφάνταστα, συνθετικά και ανανεωτικά.
*Ο Χαρίδημος Κ. Τσούκας είναι Kαθηγητής στην Έδρα Columbia Ship Management, Κοσμήτορας της Σχολής Μεταπτυχιακών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Κύπρου και μέλος του 77μελούς Συμβουλίου του “Νέο Κύμα – Η Άλλη Κύπρος”.