Τo ΓεΣΥ είναι πια αδιαμφισβήτητο γεγονός στη ζωή των Κύπριων πολιτών. Η εξέλιξή του, ωστόσο, θα φανεί σε βάθος χρόνου, ενώ η πραγματική ολοκλήρωσή του θα είναι γεγονός μόνο με την παροχή ποιοτικού συστήματος υγείας σε όλα τα επίπεδα. Η μεγαλύτερη πρόκληση για το ΓεΣΥ παραμένει η δημιουργία ενός πανεπιστημιακού νοσοκομείου. Θα συνεχίζω να γράφω αυτό που πιστεύω ακράδαντα, ότι όλα τα κόμματα θα πρέπει να “μαζέψουν” τους συντεχνιακούς κομματικούς επιτρόπους τους, ώστε να επιτρέψουν τη δημιουργία του πανεπιστημιακού νοσοκομείου στα πρότυπα των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς εκπτώσεις και υποσημειώσεις. Μόνο έτσι, όλοι οι πολίτες, ανεξαρτήτως κοινωνικοοικονομικού υπόβαθρου, θα έχουν πρόσβαση σε ποιοτικό σύστημα υγείας.
Πριν από επτά περίπου χρόνια η Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφιζε το νομοσχέδιο για την ίδρυση της δημόσιας Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κύπρου, μετά από πολλές και θυελλώδεις συζητήσεις. Μια σχολή η οποία, με την έναρξη της λειτουργίας της τον Σεπτέμβριο του 2013, άνοιξε ένα καινούριο κεφάλαιο στον τόπο μας στον τομέα της ιατρικής.
Μετά την εισδοχή των πρώτων φοιτητών τον Σεπτέμβρη του 2013, μια διαδικασία που, για διάφορους λόγους, δεν ήταν απλή, μπήκαμε σε μια άλλη σειρά συζητήσεων για θέματα που στον διεθνή χώρο έχουν λυθεί προ πολλού:
- Πώς θα μπουν οι φοιτητές στα κρατικά νοσηλευτήρια;
- Πώς θα μπουν οι ακαδημαϊκοί κλινικοί γιατροί και ποια θα είναι τα καθήκοντά τους;
- Πώς θα συνεργάζονται οι ακαδημαϊκοί και οι κλινικοί γιατροί μεταξύ τους;
- Πώς και από ποιους θα διευθύνονται οι κλινικές;
- Ποιος είναι ο τελικός στόχος και το ιδανικό σενάριο;
Το πανεπιστημιακό νοσοκομείο είναι το πιο βασικό συστατικό μιας Ιατρικής Σχολής. Χωρίς αυτό δεν υπάρχει ουσιαστική ιατρική εκπαίδευση. Ο διακεκριμένος Καναδός καθηγητής William Osler, ο πρώτος καθηγητής Ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου John Hopkins στη Βαλτιμόρη και στη συνέχεια, καθηγητής ιατρικής στην Οξφόρδη, γνωστός για τις πρωτοποριακές του απόψεις και πρακτικές στη διδασκαλία της ιατρικής, εισήγαγε τη διδασκαλία παρά-την-κλίνη-των-ασθενών. Με την πρακτική αυτή, μετέτρεψε την ιατρική εκπαίδευση από θεωρητικό αντικείμενο σε πρακτικό, συνδυάζοντας έτσι την επιστημονική γνώση με την αλληλεπίδραση με τους ασθενείς. Πώς αλλιώς θα εκπαιδευτεί ένας φοιτητής αν δεν μυηθεί στο νοσοκομείο και στη θεραπεία των ασθενών; Ποιος πολίτης θα είχε εμπιστοσύνη σε έναν γιατρό που δεν είδε ποτέ του ασθενείς; Δεν είναι τυχαίο που όλες οι ιατρικές σχολές στον ανεπτυγμένο κόσμο χρησιμοποιούν τη μέθοδο αυτή.
Οι κλινικοί ακαδημαϊκοί, δηλαδή οι καθηγητές Ιατρικής που ασχολούνται με την πρακτική εκπαίδευση των φοιτητών στο νοσοκομείο, την παρά-την-κλίνη-των-ασθενών εκπαίδευση, επιλέγονται από τις ιατρικές σχολές. Ασκούν ιατρική μαζί με τους μη ακαδημαϊκούς νοσοκομειακούς συναδέλφους τους, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Παράλληλα, όμως, διδάσκουν τους φοιτητές Ιατρικής και διεξάγουν έρευνα, είτε σε ιατρικά εργαστήρια, είτε συλλέγοντας επιστημονικές πληροφορίες από την καθημερινή τους ιατρική άσκηση. Όσοι γιατροί εργάζονται σε πανεπιστημιακά νοσοκομεία χωρίς να είναι ακαδημαϊκοί, αναμένεται επίσης να διδάσκουν, εάν και εφόσον το επιθυμούν. Ενδέχεται, μάλιστα, πολλοί από αυτούς να διεξάγουν έρευνα και να δημοσιεύουν τα αποτελέσματά τους σε ακαδημαϊκά περιοδικά. Επομένως, ένα πανεπιστημιακό νοσοκομείο είναι ένα ίδρυμα, στο οποίο το ακαδημαϊκό έργο και η κλινική άσκηση συνδέονται άμεσα, προς όφελος των ασθενών και, βεβαίως, των φοιτητών και αυριανών γιατρών.
Προτεραιότητα
Οι σημερινές ειδικές παγκόσμιες υγειονομικές εξελίξεις οδήγησαν την Ευρωπαϊκή Ένωση να θέσει την υγεία, μαζί με την πράσινη ανάπτυξη, ως στόχους προτεραιότητας. Υπενθυμίζω ότι, πέραν του 60% του ευρωπαϊκού προγράμματος Ορίζοντας 2020, δηλαδή 50 και πλέον δισεκατομμύρια ευρώ, αφορούσαν θέματα υγείας. Τα ποσά που θα δοθούν τα επόμενα χρόνια για έρευνα σε πανεπιστημιακά νοσοκομεία θα είναι πρωτόγνωρα. Το Πανεπιστήμιο Κύπρου και τα κρατικά νοσηλευτήρια μπορούν να αυξήσουν έτσι την ερευνητική δύναμη πυρός της χώρας. Τα κρατικά νοσηλευτήρια θα μπορέσουν επιτέλους να βρούνε εκείνους τους πόρους για ουσιαστική αναβάθμιση σε έμψυχο και άψυχο υλικό. Υπό τις περιστάσεις, φαίνεται ότι η Κύπρος αδυνατεί να τα διεκδικήσει.
Όλοι αναγνωρίζουμε τον έντονο ανταγωνισμό που επικρατεί στην εποχή μας, σε τοπικό και διεθνές επίπεδο. Ο τομέας της υγείας, όπως και της παιδείας, οι οποίοι παρέχουν από τα σημαντικότερα κοινωνικά αγαθά, είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστικοί. Χρηματοδοτούμενοι από τον φορολογούμενο πολίτη, θα πρέπει να διαθέτουν μηχανισμούς διαρκούς ανανέωσης και προσαρμογής στα νέα δεδομένα. Διαφορετικά, τα δημόσια αγαθά απαξιώνονται και το δημόσιο χρήμα σπαταλιέται.
Ένα ποιοτικό πανεπιστημιακό νοσοκομείο είναι συνήθως πολύ καλά στελεχωμένο και επωφελείται τα μέγιστα από τους ακαδημαϊκούς που εργάζονται σε αυτό. Διακατέχεται από μια ατμόσφαιρα μάθησης, διαπερνάται από μια κουλτούρα επιστημονικής αναζήτησης, και, όπως δείχνει η διεθνής εμπειρία, συνήθως προσελκύει τους καλύτερους γιατρούς της περιοχής. Διάφορες πηγές χρηματοδότησης για σκοπούς έρευνας (π.χ. κρατική χρηματοδότηση, ιδιωτικές χορηγίες, κοινοτικά κονδύλια κ.λπ.) συμπληρώνουν τα έσοδα του νοσοκομείου, με αποτέλεσμα την εξασφάλιση υψηλής ποιότητας εξοπλισμού.
Όπως και να το δει κανείς, τα πανεπιστημιακά νοσοκομεία αποτελούν τον πυρήνα των σύγχρονων ιατρικών σχολών και αποτελούν τεράστιο πλεονέκτημα για κάθε πανεπιστήμιο και τη χώρα όπου εδρεύει. Τα πανεπιστημιακά νοσοκομεία αποτελούν τη ναυαρχίδα των εθνικών συστημάτων υγείας σε όλο τον κόσμο. Είμαστε μια χώρα που παρά την ημικατοχή και τις αντιξοότητες πέτυχε πολλά τις τελευταίες δεκαετίες. Μπορούμε όμως πολύ περισσότερα. Δεν θα πρέπει να δεχθούμε ότι παραμένουμε η μόνη χώρα της Ευρώπης χωρίς κρατικό πανεπιστημιακό νοσοκομείο (με μοναδική εξαίρεση το Λουξεμβούργο, το οποίο όμως, καθότι στην καρδιά της Ευρώπης, έχει άμεση πρόσβαση σε πληθώρα πανεπιστημιακών νοσοκομείων σε γειτονικές χώρες).
Κάποιοι κατηγορούν το Πανεπιστήμιο Κύπρου ότι θέλει να επιβληθεί και να οικειοποιηθεί τα κρατικά νοσηλευτήρια. Κάτι τέτοιο, το γράφω κατηγορηματικά, δεν ισχύει. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι τα κρατικά νοσοκομεία δεν μας ανήκουν (πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά;) – ανήκουν σε ολόκληρη την κοινωνία, η οποία τα διαχειρίζεται μέσω της εκάστοτε εκλεγμένης κυβέρνησης. Αυτό που το Πανεπιστήμιο Κύπρου ζητά είναι συνεργασία με τα κρατικά νοσοκομεία για αμοιβαίο όφελος όλων των εμπλεκομένων – των ασθενών, των φοιτητών και της επιστημονικής έρευνας. Όπως συμβαίνει σε αντίστοιχες περιπτώσεις σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο, θέλουμε να συνεργαστούμε με τα κρατικά νοσοκομεία γιατί γνωρίζουμε καλά ότι οι συνέργειες που θα δημιουργηθούν θα προσδώσουν μια καινούργια διάσταση στην παροχή υγείας στη χώρα μας.
Το συλλογικό συμφέρον
Ο συντηρητικός λόγος που, σε ορισμένες περιπτώσεις, εκφέρεται από τις συντεχνίες, δεν υπηρετεί το συλλογικό συμφέρον, αλλά μόνο το επιμέρους, στενά συντεχνιακό. Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως ότι το γενικό και τα επιμέρους συμφέροντα δεν ταυτίζονται πάντα. Όπως δεν ισχύει πως «ό,τι καλό για τη General Motors είναι καλό για την Αμερική», παραφράζοντας την έκφραση, θα έλεγα ότι δεν ισχύει πως ό,τι είναι καλό για τις συντεχνίες είναι καλό για την κοινωνία. Το επιχείρημά των συντεχνιών, ότι πρόκειται να δημιουργήσουμε γιατρούς διαφόρων ταχυτήτων, είναι αναχρονιστικό και δεν ανταποκρίνεται στις σύγχρονες απαιτήσεις. Οι διαφορετικές ταχύτητες είναι απαραίτητες εκεί όπου οι ανάγκες είναι πολλαπλές και διαφορετικές. Τι πιο ορθολογικό από το να μην θέλουμε να φορέσουμε το ίδιο νούμερο παπουτσιού σε διαφορετικούς ανθρώπους; Επαναλαμβάνω: όταν οι ανάγκες χαρακτηρίζονται από πολλαπλότητα, δηλαδή φροντίδα ασθενούς και εκπαίδευση φοιτητή και παραγωγή έρευνας και διάχυση της νέας γνώσης στο νοσοκομείο, η ορθολογική επιλογή για την προαγωγή του γενικού συμφέροντος είναι η δημιουργία πολλαπλότητας στο εσωτερικό ενός συστήματος.
Υπάρχει επίσης μια φιλολογία γύρω από την αναγκαιότητα της αξιολόγησης. Πρόκειται για ακόμη μία αναχρονιστική συζήτηση. Σε κανένα μέρος του ανεπτυγμένου κόσμου δεν αμφισβητείται ότι η συνεχής αξιολόγηση πρέπει να είναι στο DNA κάθε υγιούς οργανισμού. Χωρίς αξιολόγηση δεν επιλέγονται οι καλύτεροι, ούτε βελτιώνονται τα άτομα και οι οργανισμοί. Η αξιολόγηση μας κρατά όλους σε εγρήγορση και προσηλωμένους στον πυρήνα της δουλειάς μας, ο οποίος είναι πάντοτε αλλοκεντρικός – η εκπαίδευση του φοιτητή, η θεραπεία του ασθενούς, η προστασία του πολίτη κ.λπ. Επιπλέον, η σύγχρονη τάση είναι να δημοσιεύονται εκθέσεις για την ποιότητα των νοσοκομείων, όπως γίνεται και με τα πανεπιστήμια. Τα κρατικά μας νοσηλευτήρια σε ποια θέση θα ήθελαν να βρίσκονται στο διεθνές στερέωμα; Η αυτονόμηση στο πλαίσιο του ΓεΣΥ, χωρίς ουσιαστική αναβάθμιση των υπηρεσιών που προσφέρουν, θα είναι ένα μετέωρο βήμα με αμφίβολη συνέχεια. Η δημόσια Ιατρική Σχολή με τα στελέχη της αποτελούν μια καθοριστική συνιστώσα αυτής της προσπάθειας. Και η προσπάθεια είναι ξεκάθαρη: η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των κρατικών νοσηλευτηρίων.
Χρειάζεται μια συντονισμένη εθνική προσπάθεια
Σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες, θεωρείται αυτονόητο και απαραίτητο τα νοσοκομεία να θέτουν κριτήρια αριστείας και, φυσικά, να τα εφαρμόζουν. Ο τομέας της υγείας διεθνοποιείται, όχι μόνο επειδή μπορεί κάποιος να ταξιδέψει και να βρει τον θεράποντα ιατρό του σε όποια χώρα επιθυμεί, αλλά και λόγω της τηλεϊατρικής. Ήδη χειρουργοί, ενώ βρίσκονται στο Μόντρεαλ, πραγματοποιούν επεμβάσεις στη Σιγκαπούρη! Χρειάζεται, λοιπόν, μια συντονισμένη εθνική προσπάθεια για να προσελκύσουμε τους καλύτερους γιατρούς, από τα καλύτερα νοσοκομεία και τα καλύτερα πανεπιστήμια, για να δημιουργήσουμε ένα πανεπιστημιακό νοσοκομείο που θα ανοίξει νέους ορίζοντες και νέες προοπτικές στον τομέα της υγείας στη χώρα μας, για τους ανθρώπους της χώρα μας.
Όλοι αναγνωρίζουμε τον έντονο ανταγωνισμό που επικρατεί στην εποχή μας, σε τοπικό και διεθνές επίπεδο. Πριν από λίγο καιρό, ο γενικός διευθυντής της Dell έγραφε ότι δεν υπάρχει πλέον θέση γι’ αυτούς που αδυνατούν να προβούν σε σημαντικές αλλαγές και μετασχηματισμούς. Το μέλλον ανήκει στους προσαρμοστικούς, τους καινοτόμους, τους τολμηρούς, τους οραματιστές.
Η πρόσβαση μιας ολόκληρης κοινωνίας σε ένα πανεπιστημιακό νοσοκομείο υψηλών προδιαγραφών είναι ένα σημαντικό στοιχείο κοινωνικής δικαιοσύνης και ισότητας. Αυτός ήταν ο στόχος μας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου με την ίδρυση της Ιατρικής Σχολής. Να μπορέσει, δηλαδή, μαζί με τους γιατρούς των δημόσιων νοσηλευτηρίων, να οικοδομήσει ένα πανεπιστημιακό νοσοκομείο, όπου όλοι οι άνθρωποι του τόπου μας θα έχουν πρόσβαση σε υψηλού επιπέδου υπηρεσίες δημόσιας υγείας και όπου οι αυριανοί γιατροί θα λαμβάνουν την καλύτερη δυνατή εκπαίδευση. Σε αυτή την προσπάθεια είμαι σίγουρος ότι οι πολίτες είναι δίπλα στο πανεπιστήμιο. Στο κάτω-κάτω έχουμε όλοι συμφέρον να έχουμε εξαιρετικούς γιατρούς – όλοι θα περάσουμε από τα χέρια τους!
*Ο Κωνσταντίνος Χριστοφίδης είναι καθηγητής, τέως πρύτανης του Πανεπιστημίου Κύπρου και Γενικός Συντονιστής του κοινωνικο-πολιτικού κινήματος «Νέο Κύμα – Η Άλλη Κύπρος».