Ποιος φοβάται τις μεταρρυθμίσεις;

Του Παναγιώτη Χριστιά*

Από τους μεγαλύτερους πολιτικούς φιλοσόφους στην ανθρώπινη ιστορία, ο Niccol Machiavelli (1469-1527) παρατηρεί, στο έκτο κεφάλαιο του Πρίγκηπα (1513), πόσο δύσκολο είναι για έναν πραγματικό ηγέτη να κάνει μεταρρυθμίσεις και να εισαγάγει «νέες τάξεις πραγμάτων και νοοτροπίες» (nuovior diniemodi). Σημειώνει χαρακτηριστικά ο Φλωρεντίνος στοχαστής: «Δεν υπάρχει εγχείρημα πιο δύσκολο, πιο αβέβαιο και πιο επικίνδυνο από την εισαγωγή νέων θεσμών.

Όποιος προσπαθεί να περάσει μεταρρυθμίσεις σε έναν τόπο κάνει φανατικούς εχθρούς όσους επωφελήθηκαν από τους παλαιούς θεσμούς και μετριοπαθείς υπερασπιστές όσους θα ωφεληθούν από τους νέους θεσμούς. Αυτή η μετριοπάθεια οφείλεται σε δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ο φόβος που νιώθουν για τους αντιπάλους τους, οι οποίοι έχουν με το μέρος τους τους ισχύοντες νόμους. Ο δεύτερος είναι η κοινή σε όλους τους ανθρώπους δυσπιστία, η αδυναμία δηλαδή να πιστέψουν στα οφέλη της νέας τάξης πραγμάτων αν δεν έχουν πρώτα πειστεί για αυτά από την εμπειρία τους. Ως εκ τούτου, όταν αυτοί που εχθρεύονται τους νέους θεσμούς βρίσκουν την ευκαιρία να επιτεθούν, το κάνουν με όλο τον φανατισμό και τον ζήλο του σεκταριστικού πνεύματός τους, ενώ οι υπέρμαχοι των νέων θεσμών τούς υπερασπίζονται ψυχρά και αδιάφορα. Για τον λόγο αυτόν, η αντιπαράθεση είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη».

Στην καθημερινή ροή των πραγμάτων, οι μεταρρυθμιστές στέκονται αδύναμοι μπροστά στον φαύλο κύκλο της διαφθοράς και της συνήθειας. Η Ιστορία προχωράει αργά, εκτός και εάν κάποιο γεγονός, κάποια συγκυρία, την ωθήσει απότομα προς τα εμπρός. Σε αυτή την περίπτωση, η καθημερινότητα, όπως την ξέρουμε, αποδομείται και μαζί με αυτή χάνεται το αίσθημα ασφάλειας που τη συνόδευε. Οι μεταρρυθμίσεις καθίστανται αναπόφευκτες για να αντιμετωπισθεί η έκτακτη κατάσταση, δοκιμάζονται, κερδίζουν την εμπιστοσύνη του λαού και δικαίως διεκδικούν μια θέση στη νέα καθημερινότητα. Ωστόσο οι πολέμιοι των νέων θεσμών καιροφυλαχτούν. Μόλις περάσει η έκτακτη κατάσταση και παρά το γεγονός ότι οι καινούριοι θεσμοί έχουν αποδειχθεί πιο λειτουργικοί, πιο δίκαιοι, πιο επωφελείς, όσοι αντιδρούν σ’ αυτούς διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους ζητώντας «επιστροφή στην κανονικότητα».

Η σημαντικότερη προσωρινή μεταρρύθμιση κατά τη διάρκεια της πανδημίας ήταν η εξ αποστάσεως εργασία. Τα οφέλη είναι πολλαπλά: από τη βελτίωση των περιβαλλοντικών συνθηκών στις μεγαλουπόλεις λόγω των αισθητά μειωμένων μετακινήσεων έως την εξοικονόμηση άσκοπων εργατοωρών χάρη στη δυνατότητα αυτοοργάνωσης των εργαζομένων. Όλα πλέον δείχνουν ότι το βέλτιστο σχήμα εργασίας θα ήταν ένα μόνιμο υβριδικό σύστημα, το οποίο θα προσαρμόζεται στις ανάγκες της κάθε επιχείρησης και υπηρεσίας. Το ίδιο ακριβώς συνέβη και στην πανεπιστημιακή καθημερινότητα, η οποία γεύθηκε τους καρπούς της εξ αποστάσεως λειτουργίας και διδασκαλίας. Και σε αυτή την περίπτωση όμως η νέα νοοτροπία προκαλεί φόβο στους ζηλωτές των παλαιών θεσμών.

Ο Giorgio Agamben, ένας από τους πλέον προβεβλημένους Ιταλούς φιλοσόφους, σε ένα σύντομο κείμενό του που κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο στις 23 Μαΐου 2020 με τον εμβληματικό τίτλο «Νεκρώσιμη ακολουθία για τους φοιτητές» (lautre quotidien.fr), επιτίθεται με ανείπωτη σφοδρότητα εναντίον της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης. Αντιδρώντας ενστικτωδώς στην ιδέα πως τα ιταλικά πανεπιστημιακά ιδρύματα θα λειτουργούσαν με εξ αποστάσεως εκπαίδευση την επόμενη ακαδημαϊκή χρονιά 2020- 2021, ο Agamben κατηγορεί τους Ιταλούς καθηγητές για φασισμό: «Οι καθηγητές που αποδέχονται – όπως κάνουν μαζικά – να υποταχθούν στη νέα δικτατορία της τηλεματικής και να διδάξουν τα μαθήματά τους μόνο στο διαδίκτυο είναι το απόλυτο ισοδύναμο των καθηγητών του (ιταλικού) πανεπιστημίου που το 1931 ορκίστηκαν πίστη στο φασιστικό καθεστώς».

Πέρα από τον παραλογισμό μιας τέτοιας αιτίασης, έχει ενδιαφέρον να εξετάσουμε τι ακριβώς εξοργίζει τον Agamben στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση, τι είναι αυτό που τρέφει «τον φανατισμό και τον ζήλο του σεκταριστικού πνεύματός του», όπως θα έλεγε και ο Machiavelli. Με την εισαγωγή της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, τα πανεπιστήμια μετατρέπονται από κλειστές κοινότητες σε ανοικτές κοινωνίες. Αν οι κλειστές κοινότητες μπορούν να ελεγχθούν από συγκεκριμένα άτομα ή ομάδες, οι ανοιχτές κοινωνίες αντιστέκονται χάρη στην ικανότητά τους να μεταμορφώνονται διαρκώς και να προσαρμόζονται σε νέες συνθήκες. Αυτό που χάνεται, γράφει ο Agamben, είναι η φοιτητική ζωή: «Όποιος έχει διδάξει σε πανεπιστημιακή αίθουσα γνωρίζει καλά πώς μπροστά στα μάτια του σχηματίζονται φιλίες και με βάση τα πολιτιστικά και πολιτικά ενδιαφέροντα των φοιτητών οργανώνονται μικρές ομάδες μελέτης και έρευνας που συνεχίζονται ακόμη και μετά το τέλος του μαθήματος».

Η φοιτητική ζωή δημιουργεί ισχυρούς δεσμούς τόσο ανάμεσα στους φοιτητές όσο και ανάμεσα σε φοιτητές και διδάσκοντες. Η καθημερινή συναναστροφή και η ιδεολογική αναζήτηση, η κοινή πράξη, συχνά κινηματικού χαρακτήρα, είναι η κοινωνική κόλλα που δημιουργεί ισχυρούς δεσμούς, ικανούς να καθορίσουν την επαγγελματική και πολιτική ζωή μιας ολόκληρης γενιάς. Δημιουργούνται έτσι τα λόμπι, οι «κύκλοι» και οι «στοές» του αύριο, άτυπες οργανώσεις που θα αποτελέσουν κέντρα επιρροής και εξουσίας τόσο της ακαδημαϊκής κοινότητας όσο και της ευρύτερης κοινωνίας. Επομένως, αυτό που χάνεται είναι η δομή της διαχείρισης και της αναπαραγωγής ενός συγκεκριμένου συστήματος εξουσίας κλειστού τύπου που στηρίζεται σε συμπάθειες, φιλίες, ιδεολογικές προτιμήσεις και κοινές εμπειρίες. Αντίθετα από αυτό που πιστεύει ο Agamben, η «τεχνολογική βαρβαρότητα» δεν επιφέρει το τέλος της φοιτητικής ζωής, αλλά τη μετουσίωσή της.

Ο θεσμός του «ανοικτού πανεπιστημίου» έχει αποδείξει πως υπάρχει φοιτητική ζωή στην εποχή της τεχνολογίας της διδασκαλίας. Υπάρχει πολιτική και κοινωνική ζύμωση μεταξύ των φοιτητών και μετάδοση κάθε είδους προβληματισμού από τους δασκάλους στους μαθητές. Είναι αλήθεια ότι η φυσική απόσταση επιφέρει ψυχική αποστασιοποίηση. Αυτό το αποτέλεσμα όμως οδηγεί στην εκλογίκευση της σχέσης, περιορίζοντας τα κοινά πάθη και τους έντονους συναισθηματισμούς. Η αποστασιοποίηση ενισχύει την κριτική στάση, είναι δάσκαλος της ελευθερίας της συνείδησης και της ατομικής ευθύνης. Όταν ο Λουκίλιος αφήνει τη Ρώμη για τη Σικελία, ο Λατίνος φιλόσοφος Σενέκας (4 π.Χ.-65 μ.Χ.) δεν εγκαταλείπει τον μαθητή του, αλλά συνεχίζει για δύο χρόνια (63-64 μ.Χ.) τη διδασκαλία του μέσω της «τεχνολογικής βαρβαρότητας» της εποχής, της επιστολογραφίας. Στη δέκατη επιστολή του τού γράφει: «Δες τι γνώμη έχω για σένα: τολμάω να σε εμπιστευτώ στον εαυτό σου». Η εξ αποστάσεως εκπαίδευση και η μεικτή διδασκαλία δεν καταδικάζουν σε θάνατο τη φοιτητική ζωή και τους φοιτητές, όπως ισχυρίζεται ο Agamben. Αντίθετα, τους καθιστούν αυτόνομους, ελεύθερους, ικανούς να δράσουν σε μια ανοιχτή κοινωνία.

*Ο Παναγιώτης Χριστιάς είναι Αν. Καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου, εταίρος του ερευνητικού κέντρου «Ευρωπαϊκές Δυναμικές» του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου και μέλος του κινήματος “Νέο Κύμα – Η Άλλη Κύπρος”

New Wave News

Ενημερωθείτε πρώτοι για τις εξελίξεις και την πορεία του κινήματος!

* Με την αποστολή του email σας αποδέχεστε την επεξεργασία του για σκοπούς ενημέρωσής σας σχετικά με τα νέα του Κινήματος. Μπορείτε να αφαιρέσετε τα στοιχεία σας ανα πάσα στιγμή. Τα στοιχεία σας τυγχάνουν χειρισμού στη βάση της Πολιτικής Διαχείρισης Προσωπικών Δεδομένων του Κινήματος.

Νέο Κύμα - Volt Cyprus
X