Του Κωνσταντίνου Χριστοφίδη*
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Φιλελεύθερος”.
Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και η εθνική συνταγματική τάξη θεμελιώνουν και εγγυώνται το δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη για την προστασία των περιουσιακών δικαιωμάτων του κάθε εκτοπισμένου συμπατριώτη μας.
Καμία κυβέρνηση δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποτρέψει οποιονδήποτε κινείται προς αυτή τη κατεύθυνση. Η τακτική να δακτυλοδείχνονται όσοι προσφεύγουν είναι κατακριτέα. Ο καθένας έχει το δικαίωμα, ενεργώντας νόμιμα, να κάνει ό,τι θεωρεί σωστό αναφορικά με την περιουσία του. Αυτό αποτελεί κατάκτηση και αναπόσπαστο μέρος του νομικού μας πολιτισμού.
Ας αναρωτηθούμε, ωστόσο, γιατί χιλιάδες πρόσφυγες προσφεύγουν στην Επιτροπή Ακίνητης Περιουσίας (ΕΑΠ) της Τουρκίας που εδρεύει στα κατεχόμενα, απαιτώντας θεραπεία για τα περιουσιακά τους δικαιώματα. Οι οικονομικές ανάγκες, οι περιστάσεις της ζωής και οικονομικές ανάγκες για στέγαση, σπουδές των παιδιών, δαπανηρές θεραπείες στο εξωτερικό είναι ορισμένοι από τους λόγους. Είναι δύσκολο να έχεις περιουσία στα κατεχόμενα, την οποία να μην μπορείς να αξιοποιήσεις ή να επωφεληθείς από αυτή και, παράλληλα, ο πλούτος, η κοσμική ζωή, η επίδειξη αλλά και ο ανορθόδοξος τρόπος πλουτισμού να αποτελούν τον κανόνα πολλών στις ελεύθερες περιοχές. Είναι φανερό ότι ο μόνος τρόπος αποφυγής των μαζικών προσφυγών στην επιτροπή της κατοχικής διοίκησης είναι η θεραπεία της οικονομικής στέρησης που αντιμετωπίζει μέρος του προσφυγικού κόσμου.
Είναι βαθιά η πεποίθηση μου ότι, κάθε προσφυγή, από οποιονδήποτε συμπατριώτη μας, θα πρέπει να εξυπηρετεί τους στρατηγικούς μας στόχους. Να προσθέτει, δηλαδή, μια ψηφίδα στο μωσαϊκό του τελικού μας στόχου, που δεν είναι άλλος από την επανένωση του τόπου μας. Είναι αυτός ο λόγος που, τόσο οι διακρατικές όσο και οι ατομικές προσφυγές, θα πρέπει να αποτελούν μέρος μιας εθνικής στρατηγικής που όλες οι κυπριακές κυβερνήσεις απέτυχαν μέχρι σήμερα να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν.
Όταν έχεις να αντιμετωπίσεις την Τουρκία, έχοντας απέναντι σου τον Ερντογάν και τον Τατάρ, δεν είναι δύσκολο να αντιληφθείς ότι υπάρχει μια στοχευμένη στρατηγική εκ μέρους τους και βέβαια μια Επιτροπή με σημαδεμένη τράπουλα. Το δε επιχείρημα ότι εάν δεν βρούμε το δίκαιο μας θα προσφύγουμε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), φαίνεται να είναι αίολο, αφού δοκιμάστηκε με πολύ περιορισμένη επιτυχία.
Η προσφυγή της Τιτίνας Λοϊζίδου πρόσθεσε σημαντικά στον αγώνα μας, μάς έδωσε νομικά όπλα και άνοιξε τον δρόμο για τα επόμενα βήματα. Μετά τη νομική αυτή νίκη, είχαμε βρεθεί ως λαός σε μια ευφορία, κάποιοι βιάστηκαν να πουν ότι βάλαμε την Τουρκία στον τοίχο και μπήκαμε στον δρόμο για τη λύση του Κυπριακού.
Δυστυχώς, λίγα χρόνια αργότερα καταφέραμε να γυρίσουμε τη μεγάλη μας επιτυχία σε μπούμερανκ. Όπως εξακολουθεί να συμβαίνει και σήμερα, στήθηκε μια μεγάλη βιομηχανία από καιροσκόπους που ωθούσαν τους πρόσφυγες να προσφύγουν μαζικά χωρίς επαρκή προετοιμασία στο ΕΔΑΔ. Αρκετά δικηγορικά γραφεία επωφελήθηκαν, παίρνοντας μια έτοιμη προσφυγή, αλλάζοντας το όνομα, την περιουσία και τα σχετικά στοιχεία και χρεώνοντας υπέρογκα ποσά για τις υπηρεσίες τους. Λίγο μετά, το ΕΔΑΔ μας έκλεισε την πόρτα και μας παρέπεμψε στην ΕΑΠ, που εδρεύει στα κατεχόμενα. Ενδεχομένως το ΕΔΑΔ να μας γλύκανε το χάπι λέγοντας μας ότι το ψευδοκράτος είναι μια διοίκηση υποτελής στην Τουρκία. Ωστόσο αυτό δεν παύει από το να δίνει στο ψευδοκράτος μια κάποια μορφή αναγνώρισης, καθ΄ όσον, μάλλον, οι αποφάσεις της Επιτροπής εφεσιβάλλονται στο λεγόμενο Ανώτατο Δικαστήριο του ψευδοκράτους, για να θεωρείται ότι ο αιτητής εξάντλησε τα εσωτερικά εθνικά ένδικα μέσα που έχει στη διάθεση του.
Τι μπορεί να γίνει από τώρα και στο εξής; Πως μπορούμε να διασώσουμε ότι μπορεί να διασωθεί; Πρώτα από όλα, θεωρώ ότι θα πρέπει να πούμε στον κόσμο την αλήθεια. Έγιναν χιλιάδες προσφυγές και ξοδεύτηκαν πολλά εκατομμύρια από τους πρόσφυγες. Αλήθεια πόσοι από αυτούς έχουν αποζημιωθεί; Πόσοι κατάφεραν να εισπράξουν έστω και ένα ευρώ; Η απάντηση είναι αποκαρδιωτική, πολύ λίγοι. Εδώ και δεκαετίες η εκμετάλλευση του προσφυγικού κόσμου δεν έχει προηγούμενο. Πολλοί από αυτούς, όταν δεν μπορούσαν να αποπληρώσουν τα έξοδα της προσφυγής, εξαναγκάζονταν να υπογράψουν χαρτιά με τα οποία έδιναν στον δικηγόρο τους μέρος της περιουσίας τους στα κατεχόμενα. Δηλαδή οι πρόσφυγες έχαναν για δεύτερη φορά μέρος της περιουσίας τους, πριν ακόμη την κερδίσουν. Με αυτό τον τρόπο χάθηκαν στα χαρτιά περιουσίες προσφύγων. Οι κυβερνήσεις που πέρασαν γνωρίζουν πολύ καλά τα γεγονότα, όμως ποτέ δεν παρενέβησαν. Θα καλέσει η Κυπριακή Δημοκρατία τους πρόσφυγες και να τους διαβεβαιώσει ότι όσοι έχουν υπογράψει τέτοια χαρτιά είναι άκυρα και δεν θα ληφθούν υπόψη στο κτηματολόγιο; Ας μην ξεχνάμε ότι ακόμα και ο Αρχιεπίσκοπος ήταν ανάμεσα σε αυτούς που παρακινούσαν τους πρόσφυγες να αποταθούν στο ΕΔΑΔ με την υπόσχεση ότι θα αναλάμβανε τα έξοδα, και στο τέλος τους άφησε και αυτός «επί ξύλου κρεμάμενους».
Εγώ δεν είμαι ούτε νομικός ούτε πολιτικός, είμαι ένας απλός φυσικός. Ξέρω όμως καλά ότι κάθε μας κίνηση θα πρέπει να βασίζεται στην επιστημονική τεκμηρίωση, στο ζύγισμα του τι είναι προσωπικά επωφελές και τι εθνικά επιζήμιο, στις μέχρι τώρα εμπειρίες μας, και βέβαια στην κοινή λογική, έστω κι αν αυτή απουσιάζει όλα αυτά τα χρόνια από τον πολιτικό διάλογο. Για να θεραπεύσουμε το πρόβλημα και να μπορέσουμε με αυτό τον τρόπο, έστω και τώρα να τροχοδρομήσουμε μια σωστή εθνική στρατηγική, θα πρέπει να δούμε δύο σημαντικές πτυχές, την οικονομική και τη νομική.
Σε ό,τι αφορά την οικονομική πτυχή, εισήγηση μου είναι η δημιουργία ενός Ειδικού Ταμείου Αποζημιώσεων και Ελαφρύνσεων (ΕΤΑΕ) των ιδιοκτητών κατεχομένων περιουσιών.
Θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα σοβαρό ταμείο με επαρκή ποσά. Ένα ταμείο που θα αμβλύνει τα σοβαρά προβλήματα των ιδιοκτητών στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου, έτσι που να γίνει πιστευτό από τους πρόσφυγες ότι αυτή τη φορά η κυβέρνηση εννοεί αυτά που λέει.
Έστω και τώρα θα πρέπει να διορθωθούν αδικίες και παραλείψεις. Αυτό που έγινε στο τέλος της δεκαετίας του ‘70 όταν πετούσαμε τους εκτοπισμένους σε προσφυγικούς καταυλισμούς και νομίζαμε ότι ξοφλήσαμε, ήταν απλά ένα έγκλημα. Γιατί το πολιτικό σύστημα δεν ξόφλησε. Όπως δεν ξόφλησε ούτε με τις πενταροδεκάρες που έδιναν στα νέα ζευγάρια ή με τα δάνεια σε φοιτητές με περιουσίες στα κατεχόμενα, που τα παιδιά είναι αναγκασμένα να επιστρέψουν. Παράλληλα με αυτό το έγκλημα της πολιτικής και γραφειοκρατικής νομενκλατούρας, ήταν και η δημιουργία μιας λανθασμένης πεποίθησης στον κόσμο, ότι οι πρόσφυγες λάμβαναν τεράστιες και συνεχόμενες χορηγίες, κάτι που λειτούργησε αρνητικά στο αίσθημα αλληλεγγύης ανάμεσα στον λαό μας.
Θα πρέπει, ταυτόχρονα, να μπουν οι τουρκοκυπριακές περιουσίες κάτω από διαφορετικό φακό και προσέγγιση. Κανένας μη κάτοχος περιουσίας στα κατεχόμενα, πρόσφυγας ή μη, δεν θα πρέπει να έχει προτεραιότητα σε τ/κ περιουσία στις ελεύθερες περιοχές. Είναι πάμπολλες οι περιπτώσεις όπου παραβιάζεται αυτός ο κανόνας. Έστω και τώρα, η Κυπριακή Δημοκρατία, με όρους διαφάνειας, θα πρέπει να προβεί σε μια νέα ανακατανομή προς χρήση των τ/κ περιουσιών. Στις περιπτώσεις που αυτό δεν είναι εφικτό, θα πρέπει να εισπράττει ενοίκια αγοράς. Η εκμετάλλευση των τ/κ περιουσιών θα πρέπει να γίνεται με απόλυτους όρους αγοράς και όλα τα έσοδα θα πρέπει να καταλήγουν στο ΕΤΑΕ. Με την υλοποίηση των πιο πάνω, θα δημιουργηθεί ένα ταμείο το οποίο σταδιακά θα είναι σε θέση να ικανοποιεί τις ανάγκες των προσφύγων που σήμερα καταφεύγουν σε μια επιτροπή με μηδενική προοπτική επανάκτησης περιουσίας, ή στην καλύτερη περίπτωση, θα κέρδιζαν μερικά ψίχουλα έναντι μιας τεράστιας περιουσίας.
Eιδικό ταμείο αποζημιώσεων και ελαφρύνσεων
Σε ό,τι αφορά τη νομική πτυχή, επαναλαμβάνω η προσφυγή στο ΕΔΑΔ είναι ατομικό δικαίωμα κάθε πολίτη. Ναι, καμιά κυβέρνηση δεν μπορεί και δεν πρέπει να την σταματήσει.
Όταν βγαίναμε νικητές από το ΕΔΑΔ, στην περίπτωση της Τιτίνας Λοιζίδου, και όλων των διακρατικών προσφυγών της Κύπρου εναντίον της Τουρκίας με αποκορύφωμα την 4η Διακρατική, διαμορφώσαμε θετικές συνθήκες για προσφυγές στο ΕΔΑΔ. Το όφελος αυτό το απονευρώσαμε δυστυχώς όταν διάφοροι καλοθελητές με αλλότρια κίνητρα έσπρωχναν τον κόσμο να προσφύγει μαζικά στο ΕΔΑΔ. Έτσι, στο τέλος, αυτές οι προσφυγές προκάλεσαν συμφόρηση που δεν μπορούσε να αντιμετωπισθεί, και επίδρασαν αρνητικότατα στα ατομικά δικαιώματα παραπέμποντας μας στην επιτροπή των κατεχομένων. Να λοιπόν ένα συγκεκριμένο παράδειγμα πώς ένα ατομικό δικαίωμα στερεί δικαιώματα από άλλους πολίτες.
Θα πρέπει λοιπόν η Πολιτεία, μαζί με τα πανεπιστήμια της χώρας, να δημιουργήσει μιαν ανεξάρτητη επιτροπή στην οποία θα συμμετέχουν, πέραν των ακαδημαϊκών, νομικοί σύμβουλοι του κράτους, συνταγματολόγοι και ανώτεροι λειτουργοί του Κτηματολογίου. Η επιτροπή αυτή θα εξετάζει τις περιπτώσεις των ιδιοκτητών περιουσιών στα κατεχόμενα, δίνοντας συμβουλές εάν, πότε και πώς θα προχωρήσουν. Σκοπός δεν είναι η αποτροπή της προσφυγής αλλά η συνδρομή προς τον σκοπό λήψης μιας πλήρους και αντικειμενικά ενημερωμένης απόφασης για το κάθε άτομο, χωρίς την επίδραση άλλων κινήτρων. Η προσφυγή και ο χειρισμός της είναι και θα παραμένει δικαίωμα του προσφεύγοντα, όπως και η επιλογή του νομικού του συμβούλου. Η παραπάνω επιτροπή θα λειτουργεί ως φορέας ενημέρωσης στον οποίο θα έχει δωρεάν πρόσβαση όποιος το επιθυμεί.
Όπως έγραψα και πιο πάνω, κάθε προσφυγή θα πρέπει να έχει ουσιαστικό και στρατηγικό χαρακτήρα. Θα πρέπει να προσθέτει στο ψηφιδωτό των εθνικών μας διεκδικήσεων. Η επιτροπή θα έχει την τεχνογνωσία να παραθέτει στον κάθε πολίτη μια αντικειμενική παράθεση των δεδομένων και ανάλυση δυνατοτήτων της πιθανής επιτυχίας, και ποια θα είναι αυτή η επιτυχία. Ωστόσο, θα πρέπει να γίνει ξεκάθαρο ότι η επιτροπή θα έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα και σε καμιά περίπτωση δεν θα υποκαθιστά τον δικηγόρο κανενός.
Από το 1974, το πολιτικό σύστημα κατάφερε να διασπάσει τους πρόσφυγες και να τους διαχωρίσει. Σε αυτούς που τους είπαν να έχουν έτοιμες τις βαλίτσες να επιστρέψουν σύντομα (Αμμοχωστιανούς), σε αυτούς που τους είπαν να τις έχουν στο κάτω ράφι γιατί θα επιστρέψουν αργότερα (Μορφίτες), και σε αυτούς που τους είπαν να πετάξουν τις βαλίτσες τους γιατί δεν θα τις χρειαστούν (Κερυνιώτες). Ο διαχωρισμός του προσφυγικού κόσμου και του περιουσιακού προβλήματος υπονόμευσε βαθύτατα την εθνική μας υπόθεση. Θα χρειαστεί έντονος αγώνας για την Αμμόχωστο αλλά και για την Κύπρο ολόκληρη.
ΑΝΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑΣ ΜΑΣ
Οι πρόσφυγες δεν ζητιανεύουν. Οι πρόσφυγες απαιτούν να έχουν τα ίδια δικαιώματα με όλους τους άλλους πολίτες της Δημοκρατίας. Ωστόσο, πρόσφυγες και μη πρόσφυγες θα πρέπει να αντιληφθούν ότι αυτή δεν είναι η ώρα του εγώ, αλλά η ώρα του εμείς. Ή θα κερδίσουμε όλοι μαζί ή θα χάσουμε όλοι μαζί.
Τελειώνοντας, θα ήθελα να σημειώσω κάτι τελευταίο. Το Κυπριακό δεν είναι μόνο νομικό θέμα, είναι πρωτίστως πολιτικό. Θα πρέπει να κάνουμε τεράστιες προσπάθειες για αποτροπή νέων δυσμενών τετελεσμένων. Τα πράγματα είναι δύσκολα για πολλούς λόγους. Οι εταίροι μας δεν μας εμπιστεύονται. Το πολιτικό μας σύστημα έχει χάσει την αξιοπιστία του. Τα εντεινόμενα θέματα διαφθοράς, μας στερούν από πολλούς φίλους. Κανείς δεν θέλει να ταυτίζεται με χώρες που έχουν πολιτικά πρόσωπα με αμφίβολης νομιμότητας δραστηριότητες. Η συνεχής φαυλότητα στην ηγεσία πλήττει την αξιοπιστία της χώρας. Τα μικρά κράτη για να επιβιώσουν χρειάζονται ηθικό κύρος και ηθική υπεροχή. Γι’ αυτό και το ξεκαθάρισμα θα πρέπει να γίνει πρώτα εκ των έσω. Ας μη ξεχνάμε ότι δεν είναι μόνο οι ξένοι που χρειάζεται να εμπιστευτούν και πάλι την ηγεσία μας, αλλά πολύ περισσότερο οι πολίτες αυτού του τόπου.
Ο *Κωνσταντίνος Χριστοφίδης είναι καθηγητής, τέως πρύτανης του Πανεπιστημίου Κύπρου και Γενικός Συντονιστής του «Νέο Κύμα – Η Άλλη Κύπρος».